- δαιμονολάτρης
- ο , -Ίσσα η1) поклонни|к, -ца сатаны; 2) идолопоклонни|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δαιμονολάτρης — ο (Μ δαιμονολάτρης) όποιος λατρεύει τον δαίμονα ή τους δαίμονες μσν. ο ειδωλολάτρης … Dictionary of Greek
δαιμονολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τους δαίμονες, ο σατανιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαιμονιστής — ο [δαιμονίζω] ο δαιμονολάτρης, αυτός που πιστεύει στους δαίμονες 2. όποιος έχει τη συνήθεια να δαιμονίζει ή να ερεθίζει τους άλλους … Dictionary of Greek
δαιμονολατρία — και δαιμονολατρεία, η (Μ δαιμονολατρεία) η λατρεία τών δαιμόνων ή τών πονηρών πνευμάτων μσν. η ειδωλολατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονολατρία < δαιμονολάτρης και δαιμονολατρεία < δαίμων + λατρεία] … Dictionary of Greek